-
1 νιφάς
A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl.,ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278
; βρέχε.. χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34;ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222
, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm,νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170
; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51.
См. также в других словарях:
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek